- αστέμβακτος
- ἀστέμβακτος, -ον (Α) [στέμβω]ο αστεμφής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστέμβακτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέμβακτον — ἀστέμβακτος masc/fem acc sg ἀστέμβακτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέμβακτα — ἀστέμβακτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)